[:el]
Με την ευκαιρία που η Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης θα ανεβάσει την Όπερα Τόσκα, η Κυρία Λίτσα Κουταλάρη – Ιωάννου, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Ωδείου Κύπρου, δημοσίευσε στο “Φιλελεύθερο” στις 26/1/2018 μια περίληψη του έργου, μερικές από τις καλύτερες άριες και σχετικά σχόλια. Η Όπερα θα προβληθεί ζωντανά το Σάββατο, 27 Ιανουαρίου, 2018 στις 7:55′ μ.μ.από το Ριάλτο στη Λεμεσό και από τους κινηματογράφους του Σίνεπλεξ στις άλλες πόλεις.
Η Τόσκα είναι μελόδραμα σε τρείς πράξεις. Το λιμπρέτο έγραψαν οι Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα και είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο του Σαρντού. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου, 1900, στη Ρώμη.
Στην πρώτη πράξη ο ζωγράφος Καβαραντόσσι δίνει σε μια εικόνα που ζωγραφίζει στην εκκλησίας τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης του τραγουδίστριας Τόσκα. Του αρέσει, και τραγουδά «Recondita armonia». Ο Αντζελότι που δραπέτευσε από τη φυλακή βρίσκει στην εκκλησία τον αγαπημένο του φίλο Καβαραντόσσι και αυτός του υπόσχεται να τον κρύψει στο σπίτι του. Όταν έρχεται η Τόσκα ζηλεύει το πρόσωπο της εικόνας. Ο Σκάρπια, αρχηγός της Αστυνομίας, ψάχνει να βρει τον Αντζελότι και λέει στην Τόσκα ότι ο Καβαραντόσσι συναντήθηκε με τη μαρκησία. Η ζηλιάρα Τόσκα φεύγει για να πιάσει επ’ αυτοφώρω το παράνομο ζευγάρι.
Στη δεύτερη πράξη, μετά που ο Σκάρπια στέλλει σημείωμα στην Τόσκα, και εκείνη τον συναντά, όπως της το ζήτησε, έρχεται μήνυμα ότι υπάρχουν υποψίες πως ο Καβαραντόσσι εμπλέκεται στην υπόθεση Αντζελότι. Όταν ο ζωγράφος μεταφέρεται στο δωμάτιο των βασανιστηρίων η Τόσκα προδίδει τον Αντζελότι για να σώσει τον αγαπημένο της. Ο Σκόρπια προσφέρει συναλλαγή στη Τόσκα: Αν του κάνει χάρες, η εκτέλεση του αγαπημένου της θα είναι εικονική. Μόλις όμως την πλησιάζει, η Τόσκα το μαχαιρώνει. «Avanti a lui, tremava tutta Roma» (Μπροστά του έτρεμε όλη η Ρώμη) ψιθυρίζει η Τόσκα δίπλα στο άψυχο κορμί. Στην πράξη αυτή υπάρχει η άρια της Τόσκα «vissi d’ arte» (ζω για τη τέχνη). Αυτό το κομμάτι καθυστερεί την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά το κοινό απολαμβάνει την καθυστέρηση για να χειροκροτήσει την τραγουδίστρια.
Στην Τρίτη πράξη ο Καβαραντόσσι γράφει αποχαιρετιστήριο γράμμα στην Τόσκα, τραγουδώντας «Oh! Dolci baci, Oh languide carezze». Εκείνη εμφανίζεται, και του λέει ότι η εκτέλεση θα είναι εικονική. Οι στρατιώτες όμως τον εκτελούν με αληθινά πυρά. Εν τω μεταξύ, έχει αποκαλυφθεί ότι η Τόσκα είναι η δολοφόνος του Σκάρπια και, αντιλαμβανόμενη τις συνέπειες, αυτοκτονεί.
Όταν ο Πουτσίνι ξεκίνησε τη σύνθεση της Τόσκα ενδιαφέρθηκε για μικρές λεπτομέρειες που θα δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για το έργο. Ζήτησε τη μελωδία του γρηγοριανού Te Deum για να την ενσωματώσει στο τέλος της πρώτης πράξης. Ακόμη και το κλειδί στο οποίο είναι κουρδισμένη η μεγάλη καμπάνα. Ταξίδευσε ο ίδιος στη Ρώμη για να μελετήσει τον ήχο από τις καμπάνες του Αγίου Πέτρου. Τους τελευταίους μήνες της ενασχόλησης του με την Όπερα συμπεριέλαβε ένα λυπητερό παραδοσιακό σκοπό «io de’ sospiri, tena rimanno tanti» (σου στέλλω άλλους τόσους αναστεναγμούς». Ο συνθέτης ζήτησε να γραφτούν οι στίχοι στη διάλεκτο της Καμπανίας και το τραγούδι να φαίνεται ότι απορρέει από την παράδοση της περιοχής. Ο Πουτσίνι δεν άφησε πολύ χώρο στους σκηνοθέτες να εργαστούν. Εκείνος καθόρισε τα συναισθήματα, τις κινήσεις και τις λεπτομέρειες του φόντου μέσα στον οποίο θα εργαστούν οι καλλιτέχνες.
Εκείνο που μένει έντονα στο μυαλό του θεατή είναι οι κινήσεις, οι αντιδράσεις και η ευστροφία της Τόσκα. Ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας η εμφάνιση της Τόσκα στην εκκλησία, η έκρηξη ζήλιας μόλις αντικρίζει το μοντέλο της εικόνας, το δίλημμα στις απαιτήσεις του Σκάρπια, η απόφαση της να τον δολοφονήσει, ο τρόπος που στολίζει το νεκρό του σώμα και το τελευταίο αντίο στον Καβαραντόσσι. Αυτές οι σκηνές ενώνονται και συνθέτουν τη μορφή της Τόσκα. Φαίνεται ότι ο Πουτσίνι ήθελε να δώσει έμφαση στη δράση, παρά στα λυρικά κομμάτια του έργου.[:en]
Με την ευκαιρία που η Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης θα ανεβάσει την Όπερα Τόσκα, η Κυρία Λίτσα Κουταλάρη – Ιωάννου, διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Ωδείου Κύπρου, δημοσίευσε στο “Φιλελεύθερο” στις 26/1/2018 μια περίληψη του έργου, μερικές από τις καλύτερες άριες και σχετικά σχόλια. Η Όπερα θα προβληθεί ζωντανά το Σάββατο, 27 Ιανουαρίου, 2018 στις 7:55′ μ.μ.από το Ριάλτο στη Λεμεσό και από τους κινηματογράφους του Σίνεπλεξ στις άλλες πόλεις.
Η Τόσκα είναι μελόδραμα σε τρείς πράξεις. Το λιμπρέτο έγραψαν οι Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα και είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο του Σαρντού. Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 14 Ιανουαρίου, 1900, στη Ρώμη.
Στην πρώτη πράξη ο ζωγράφος Καβαραντόσσι δίνει σε μια εικόνα που ζωγραφίζει στην εκκλησίας τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης του τραγουδίστριας Τόσκα. Του αρέσει, και τραγουδά «Recondita armonia». Ο Αντζελότι που δραπέτευσε από τη φυλακή βρίσκει στην εκκλησία τον αγαπημένο του φίλο Καβαραντόσσι και αυτός του υπόσχεται να τον κρύψει στο σπίτι του. Όταν έρχεται η Τόσκα ζηλεύει το πρόσωπο της εικόνας. Ο Σκάρπια, αρχηγός της Αστυνομίας, ψάχνει να βρει τον Αντζελότι και λέει στην Τόσκα ότι ο Καβαραντόσσι συναντήθηκε με τη μαρκησία. Η ζηλιάρα Τόσκα φεύγει για να πιάσει επ’ αυτοφώρω το παράνομο ζευγάρι.
Στη δεύτερη πράξη, μετά που ο Σκάρπια στέλλει σημείωμα στην Τόσκα, και εκείνη τον συναντά, όπως της το ζήτησε, έρχεται μήνυμα ότι υπάρχουν υποψίες πως ο Καβαραντόσσι εμπλέκεται στην υπόθεση Αντζελότι. Όταν ο ζωγράφος μεταφέρεται στο δωμάτιο των βασανιστηρίων η Τόσκα προδίδει τον Αντζελότι για να σώσει τον αγαπημένο της. Ο Σκόρπια προσφέρει συναλλαγή στη Τόσκα: Αν του κάνει χάρες, η εκτέλεση του αγαπημένου της θα είναι εικονική. Μόλις όμως την πλησιάζει, η Τόσκα το μαχαιρώνει. «Avanti a lui, tremava tutta Roma» (Μπροστά του έτρεμε όλη η Ρώμη) ψιθυρίζει η Τόσκα δίπλα στο άψυχο κορμί. Στην πράξη αυτή υπάρχει η άρια της Τόσκα «vissi d’ arte» (ζω για τη τέχνη). Αυτό το κομμάτι καθυστερεί την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά το κοινό απολαμβάνει την καθυστέρηση για να χειροκροτήσει την τραγουδίστρια.
Στην Τρίτη πράξη ο Καβαραντόσσι γράφει αποχαιρετιστήριο γράμμα στην Τόσκα, τραγουδώντας «Oh! Dolci baci, Oh languide carezze». Εκείνη εμφανίζεται, και του λέει ότι η εκτέλεση θα είναι εικονική. Οι στρατιώτες όμως τον εκτελούν με αληθινά πυρά. Εν τω μεταξύ, έχει αποκαλυφθεί ότι η Τόσκα είναι η δολοφόνος του Σκάρπια και, αντιλαμβανόμενη τις συνέπειες, αυτοκτονεί.
Όταν ο Πουτσίνι ξεκίνησε τη σύνθεση της Τόσκα ενδιαφέρθηκε για μικρές λεπτομέρειες που θα δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα για το έργο. Ζήτησε τη μελωδία του γρηγοριανού Te Deum για να την ενσωματώσει στο τέλος της πρώτης πράξης. Ακόμη και το κλειδί στο οποίο είναι κουρδισμένη η μεγάλη καμπάνα. Ταξίδευσε ο ίδιος στη Ρώμη για να μελετήσει τον ήχο από τις καμπάνες του Αγίου Πέτρου. Τους τελευταίους μήνες της ενασχόλησης του με την Όπερα συμπεριέλαβε ένα λυπητερό παραδοσιακό σκοπό «io de’ sospiri, tena rimanno tanti» (σου στέλλω άλλους τόσους αναστεναγμούς». Ο συνθέτης ζήτησε να γραφτούν οι στίχοι στη διάλεκτο της Καμπανίας και το τραγούδι να φαίνεται ότι απορρέει από την παράδοση της περιοχής. Ο Πουτσίνι δεν άφησε πολύ χώρο στους σκηνοθέτες να εργαστούν. Εκείνος καθόρισε τα συναισθήματα, τις κινήσεις και τις λεπτομέρειες του φόντου μέσα στον οποίο θα εργαστούν οι καλλιτέχνες.
Εκείνο που μένει έντονα στο μυαλό του θεατή είναι οι κινήσεις, οι αντιδράσεις και η ευστροφία της Τόσκα. Ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας η εμφάνιση της Τόσκα στην εκκλησία, η έκρηξη ζήλιας μόλις αντικρίζει το μοντέλο της εικόνας, το δίλημμα στις απαιτήσεις του Σκάρπια, η απόφαση της να τον δολοφονήσει, ο τρόπος που στολίζει το νεκρό του σώμα και το τελευταίο αντίο στον Καβαραντόσσι. Αυτές οι σκηνές ενώνονται και συνθέτουν τη μορφή της Τόσκα. Φαίνεται ότι ο Πουτσίνι ήθελε να δώσει έμφαση στη δράση, παρά στα λυρικά κομμάτια του έργου.[:]