[:el]
Η όπερα που θα παρουσιαστεί στην Πάφο στις 1, 2 και 3 Σεπτεμβρίου
Ακολουθεί το άρθρο της κας Λίτσας Κουταλάρη-Ιωάννου, διευθύντριας του Ωδείου, για αυτή την όπερα , όπως δημοσιεύθηκε στο Φιλελεύθερο στις 30/08/2017.
Η απαγωγή από το Σεράι είναι, όπως την ονόμασε ο Μότσαρτ, «μια γερμανική singspiel», ικανοποιώντας την επιθυμία του Αυτοκράτορα Ιωσήφ του Β’ ο οποίος την παράγγειλε και έτσι την ήθελε. «Singspiel» είναι είδος γερμανικής ελαφριάς όπερας, συνήθως με ομιλητικούς διαλόγους, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής κατά τα τέλη του 18 αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στην Τουρκία.
Στα τέλη του 1800 ο Μότσαρτ βρισκόταν στη Βιέννη όπου εργαζόταν σαν δάσκαλος μουσικής και πιανίστας. Το 1778 ο Ιωσήφ ο Β’ ήθελε να ανεβάσει ένα «γερμανικό θεατρικό singspiel» και το ανάθεσε στο Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ έγραψε στον πατέρα του ότι το θέμα είναι τουρκικό: την εισαγωγή, τη χορωδία στην πρώτη πράξη (χορός των γενιτσάρων) και τη χορωδία στο φινάλε θα τις κάνω με τουρκική μουσική.
Το λιμπρέτο ήταν του Γιόχαν Στέφανι, βασισμένο στο έργο του Μπρέτσνερ. Ο τελευταίος είχε εμπνευστεί το έργο από μουσική κωμωδία και κατηγόρησε τον Μότσαρτ ότι μετάτρεψε το δράμα του, «Μπελμόντε και Κωνστάντσε» σε κείμενο όπερας. Η πρεμιέρα θα δινόταν με αφορμή την άφιξη ενός Ρώσου Πρίγκιπα, με τον οποίο ο αυτοκράτορας ήθελε να συζητήσει την πολιτική με την Τουρκία. Ο Μότσαρτ δεν πρόλαβε να τελειώσει διότι ήθελε να κάνει διάφορες μετατροπές. Στις 16 Ιουλίου του 1782 ο Μότσαρτ ήταν έτοιμος να διευθύνει την πρεμιέρα. Πρωταγωνίστρια ήταν η διάσημη Κατερίνα Καβαλιέρι. Με το έργο αυτό ο Μότσαρτ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το βοήθησε, όταν αργότερα πήγε στην Ιταλία στο να καθιερωθεί ως συνθέτης όπερας.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους σκηνοθέτες του έργου αυτού να βρεθούν νέες ερμηνείες, όπως το 2004 στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου όπου ο σκηνοθέτης Κ. Μπιέντο μετάφερε την υπόθεση σε οίκο ανοχής και, σε κάποιες σκηνές παρουσίασε τους ερμηνευτές γυμνούς. Το λιμπρέτο δημιουργεί σε κάθε σκηνοθέτη το πρόβλημα να εμπνευστεί μια δραματουργικά πιστευτή παράσταση.
Υπόθεση και Μουσική
Η Όπερα αρχίζει με την ουβερτούρα με αποχρώσεις της Ανατολής και ειδικά μουσική από την Τουρκία και με τη συνοδεία τουρκικών κρουστών που δεν συνηθίζονται σε μια ορχήστρα.
Α’ πράξη
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με το καράβι η Κωνστάντσε, μνηστή του ευπατρίδη Μπελμόντε, η καμαριέρα Μπλόντχεν και ο Πεντρίγιο πέφτουν στα χέρια των πειρατών. Ο Τούρκος Πασάς Σελίμ, που τους αγόρασε σε σκλαβοπάζαρο, ερωτεύεται την Κωνστάντσε και χαρίζει την Μπλόντχεν στον φύλακα του χαρεμιού Οσμίν. Ο Μπελμόντε φθάνει στο Παλάτι όπου υποπτεύεται ότι βρίσκεται η μνηστή του Κωνστάντσε. Εδώ έχουμε μια «δυτική» μελωδία στην άρια του Μπελμόντε που είναι ευχάριστη στο κοινό (εδώ λοιπόν θα σε ξαναδώ). Ρωτά τον Οσμίν πού είναι το Παλάτι. Ο Οσμίν αδιαφορεί για την ερώτηση του Μπελμόντε και ερμηνεύει ένα τραγούδι για τις γυναίκες και τον έρωτα (εάν βρεθεί η αγάπη). Αγανακτώντας όμως ο Οσμίν λέει ότι μόνον εάν εμφανιστεί ο Πεντρίγιο θα επιτραπεί στο Μπελμόντε να έχει πρόσβαση στο Παλάτι. Ο Πεντρίγιο εμφανίζεται και με την άφιξη του Πασά συστήνει το Μπελμόντε ως μεγάλο αρχιτέκτονα που ήρθε να βοηθήσει.
Β’ πράξη
Η Μπλόντχεν δίδει στον Οσμίν ένα μάθημα για το πώς θα πρέπει να χειρίζεται τις Ευρωπαίες γυναίκες και εκείνος με την άρια του της υπενθυμίζει ότι όντας στην Τουρκία είναι σκλάβα του (φεύγω, αλλά σε συμβουλεύω). Εν τω μεταξύ η Κωνστάντσε ερμηνεύει την άρια «όλα όσα κυριαρχούν στη ψυχή μου, από την ημέρα που η μοίρα μας χώρισε». Ο Μότσαρτ σύνθεσε μερικά κομμάτια για συγκεκριμένους σολίστες. Ας σημειωθεί ότι στην πρεμιέρα η άρια αυτή θυσιάστηκε για χάρη της Καβαλιέρι. Σύντομα ο Πασάς απειλεί την Κωνστάντσε αλλά αυτή στην άρια «μαρτύριο κάθε είδους» απαντά ότι καμιά βία δεν μπορεί να την αναγκάσει να αγαπήσει. Στο χρονικό αυτό διάστημα ο Μπελμόντε και ο Πεντρίγιο οργανώνουν το σχέδιο της απόδρασης τους και κοιμίζουν τον Οσμίν με κυπριακό κρασί. Ο Οσμίν είναι ενθουσιασμένος και τραγουδά με τον Πεντρίγιο «ζήτω ο Βάκχος». Η απαγόρευση του αλκοόλ για τους μουσουλμάνους έγινε στις «τουρκικές όπερες», όπως αυτή, θέμα προς χλευασμό.
Η επόμενη άρια του Μπελμόντε (σαν δάκρυα ευτυχίας, ποτίζουν τα μάτια) συγκαταλέγεται στις ωραιότερες μελωδίες του Μότσαρτ για ανδρική φωνή.
Γ’ πράξη
Κατά την προσπάθεια τους να διαφύγουν ο Μπελμόντε τραγουδά μια άρια η οποία θεωρείται πολύ δύσκολη. Γι’ αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται σε πολλές παραστάσεις. Εν τω μεταξύ ο Οσμίν ξυπνά και τους ανακαλύπτει και τον ακούμε στη σκληρή του άρια «Χα, η παρέα όλο μεγαλώνει». Από την άρια αυτή ο Μότσαρτ σχημάτισε το θέμα της συμφωνίας Χάφνερ.
Ο Πασάς αισθάνεται προδομένος. Ο Μπελμόντε αποκαλύπτει την προέλευση του και ο Πασάς αντιλαμβάνεται ότι είναι ο γιος του χειρότερου εχθρού του. Ο Πασάς όμως έχει ευγενική ψυχή, τους συγχωρεί και τους χαρίζει την ελευθερία τους. Έτσι όλοι εγκωμιάζουν τη θαυμαστή μεγαλοψυχία του Σελίμ Πασά.
Σε άλλες εκδοχές της ίδιας όπερας, ο Σελίμ Πασάς, που είναι εξισλαμισμένος ισπανός χριστιανός, αναγνωρίζει τον Μπελμόντε ως γιο του.
[:en]
Η όπερα που θα παρουσιαστεί στην Πάφο στις 1, 2 και 3 Σεπτεμβρίου
Ακολουθεί το άρθρο της κας Λίτσας Κουταλάρη-Ιωάννου, διευθύντριας του Ωδείου, για αυτή την όπερα , όπως δημοσιεύθηκε στο Φιλελεύθερο στις 30/08/2017.
Η απαγωγή από το Σεράι είναι, όπως την ονόμασε ο Μότσαρτ, «μια γερμανική singspiel», ικανοποιώντας την επιθυμία του Αυτοκράτορα Ιωσήφ του Β’ ο οποίος την παράγγειλε και έτσι την ήθελε. «Singspiel» είναι είδος γερμανικής ελαφριάς όπερας, συνήθως με ομιλητικούς διαλόγους, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής κατά τα τέλη του 18 αιώνα. Το έργο διαδραματίζεται στην Τουρκία.
Στα τέλη του 1800 ο Μότσαρτ βρισκόταν στη Βιέννη όπου εργαζόταν σαν δάσκαλος μουσικής και πιανίστας. Το 1778 ο Ιωσήφ ο Β’ ήθελε να ανεβάσει ένα «γερμανικό θεατρικό singspiel» και το ανάθεσε στο Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ έγραψε στον πατέρα του ότι το θέμα είναι τουρκικό: την εισαγωγή, τη χορωδία στην πρώτη πράξη (χορός των γενιτσάρων) και τη χορωδία στο φινάλε θα τις κάνω με τουρκική μουσική.
Το λιμπρέτο ήταν του Γιόχαν Στέφανι, βασισμένο στο έργο του Μπρέτσνερ. Ο τελευταίος είχε εμπνευστεί το έργο από μουσική κωμωδία και κατηγόρησε τον Μότσαρτ ότι μετάτρεψε το δράμα του, «Μπελμόντε και Κωνστάντσε» σε κείμενο όπερας. Η πρεμιέρα θα δινόταν με αφορμή την άφιξη ενός Ρώσου Πρίγκιπα, με τον οποίο ο αυτοκράτορας ήθελε να συζητήσει την πολιτική με την Τουρκία. Ο Μότσαρτ δεν πρόλαβε να τελειώσει διότι ήθελε να κάνει διάφορες μετατροπές. Στις 16 Ιουλίου του 1782 ο Μότσαρτ ήταν έτοιμος να διευθύνει την πρεμιέρα. Πρωταγωνίστρια ήταν η διάσημη Κατερίνα Καβαλιέρι. Με το έργο αυτό ο Μότσαρτ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το βοήθησε, όταν αργότερα πήγε στην Ιταλία στο να καθιερωθεί ως συνθέτης όπερας.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους σκηνοθέτες του έργου αυτού να βρεθούν νέες ερμηνείες, όπως το 2004 στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου όπου ο σκηνοθέτης Κ. Μπιέντο μετάφερε την υπόθεση σε οίκο ανοχής και, σε κάποιες σκηνές παρουσίασε τους ερμηνευτές γυμνούς. Το λιμπρέτο δημιουργεί σε κάθε σκηνοθέτη το πρόβλημα να εμπνευστεί μια δραματουργικά πιστευτή παράσταση.
Υπόθεση και Μουσική
Η Όπερα αρχίζει με την ουβερτούρα με αποχρώσεις της Ανατολής και ειδικά μουσική από την Τουρκία και με τη συνοδεία τουρκικών κρουστών που δεν συνηθίζονται σε μια ορχήστρα.
Α’ πράξη
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με το καράβι η Κωνστάντσε, μνηστή του ευπατρίδη Μπελμόντε, η καμαριέρα Μπλόντχεν και ο Πεντρίγιο πέφτουν στα χέρια των πειρατών. Ο Τούρκος Πασάς Σελίμ, που τους αγόρασε σε σκλαβοπάζαρο, ερωτεύεται την Κωνστάντσε και χαρίζει την Μπλόντχεν στον φύλακα του χαρεμιού Οσμίν. Ο Μπελμόντε φθάνει στο Παλάτι όπου υποπτεύεται ότι βρίσκεται η μνηστή του Κωνστάντσε. Εδώ έχουμε μια «δυτική» μελωδία στην άρια του Μπελμόντε που είναι ευχάριστη στο κοινό (εδώ λοιπόν θα σε ξαναδώ). Ρωτά τον Οσμίν πού είναι το Παλάτι. Ο Οσμίν αδιαφορεί για την ερώτηση του Μπελμόντε και ερμηνεύει ένα τραγούδι για τις γυναίκες και τον έρωτα (εάν βρεθεί η αγάπη). Αγανακτώντας όμως ο Οσμίν λέει ότι μόνον εάν εμφανιστεί ο Πεντρίγιο θα επιτραπεί στο Μπελμόντε να έχει πρόσβαση στο Παλάτι. Ο Πεντρίγιο εμφανίζεται και με την άφιξη του Πασά συστήνει το Μπελμόντε ως μεγάλο αρχιτέκτονα που ήρθε να βοηθήσει.
Β’ πράξη
Η Μπλόντχεν δίδει στον Οσμίν ένα μάθημα για το πώς θα πρέπει να χειρίζεται τις Ευρωπαίες γυναίκες και εκείνος με την άρια του της υπενθυμίζει ότι όντας στην Τουρκία είναι σκλάβα του (φεύγω, αλλά σε συμβουλεύω). Εν τω μεταξύ η Κωνστάντσε ερμηνεύει την άρια «όλα όσα κυριαρχούν στη ψυχή μου, από την ημέρα που η μοίρα μας χώρισε». Ο Μότσαρτ σύνθεσε μερικά κομμάτια για συγκεκριμένους σολίστες. Ας σημειωθεί ότι στην πρεμιέρα η άρια αυτή θυσιάστηκε για χάρη της Καβαλιέρι. Σύντομα ο Πασάς απειλεί την Κωνστάντσε αλλά αυτή στην άρια «μαρτύριο κάθε είδους» απαντά ότι καμιά βία δεν μπορεί να την αναγκάσει να αγαπήσει. Στο χρονικό αυτό διάστημα ο Μπελμόντε και ο Πεντρίγιο οργανώνουν το σχέδιο της απόδρασης τους και κοιμίζουν τον Οσμίν με κυπριακό κρασί. Ο Οσμίν είναι ενθουσιασμένος και τραγουδά με τον Πεντρίγιο «ζήτω ο Βάκχος». Η απαγόρευση του αλκοόλ για τους μουσουλμάνους έγινε στις «τουρκικές όπερες», όπως αυτή, θέμα προς χλευασμό.
Η επόμενη άρια του Μπελμόντε (σαν δάκρυα ευτυχίας, ποτίζουν τα μάτια) συγκαταλέγεται στις ωραιότερες μελωδίες του Μότσαρτ για ανδρική φωνή.
Γ’ πράξη
Κατά την προσπάθεια τους να διαφύγουν ο Μπελμόντε τραγουδά μια άρια η οποία θεωρείται πολύ δύσκολη. Γι’ αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται σε πολλές παραστάσεις. Εν τω μεταξύ ο Οσμίν ξυπνά και τους ανακαλύπτει και τον ακούμε στη σκληρή του άρια «Χα, η παρέα όλο μεγαλώνει». Από την άρια αυτή ο Μότσαρτ σχημάτισε το θέμα της συμφωνίας Χάφνερ.
Ο Πασάς αισθάνεται προδομένος. Ο Μπελμόντε αποκαλύπτει την προέλευση του και ο Πασάς αντιλαμβάνεται ότι είναι ο γιος του χειρότερου εχθρού του. Ο Πασάς όμως έχει ευγενική ψυχή, τους συγχωρεί και τους χαρίζει την ελευθερία τους. Έτσι όλοι εγκωμιάζουν τη θαυμαστή μεγαλοψυχία του Σελίμ Πασά.
Σε άλλες εκδοχές της ίδιας όπερας, ο Σελίμ Πασάς, που είναι εξισλαμισμένος ισπανός χριστιανός, αναγνωρίζει τον Μπελμόντε ως γιο του.
[:]