Η Όπερα Λα Μποέμ του Πουτσίνι

Η Όπερα Λα Μποέμ του Πουτσίνι
Θα παρουσιαστεί στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης και σε απευθείας, ταυτόχρονη μετάδοση, ζωντανά, στο Ριάλτο στη Λεμεσό και στα Σίνεπλεξ στις άλλες πόλεις το Σάββατο 24/2/2018 στις 8:00 μ.μ.

Είναι μια πολύ όμορφη Όπερα με σκηνές από τη ζωή των μποέμ, σε τέσσερεις πράξεις. Το λιμπρέτο έγραψαν οι Τζακόζα και Ίλλικα, βασισμένο στο έργο του Μερζέ, Scenes de la vie de Boheme.

Η Όπερα δεν έχει εισαγωγή. Μόλις ο Μαέστρος παίρνει τη θέση του, η αυλαία ανοίγει και βρισκόμαστε σε μια σοφίτα όπου μένουν τέσσερεις φίλοι: ο ποιητής Ροντόλφο, ο ζωγράφος Μαρτζέλλο, ο μουσικός Σονάρ και ο φιλόσοφος Κολλίν. Οι τέσσερεις φίλοι είναι κάτι σαν …. Καλλιτέχνες της ζωής. Χρήματα δεν έχουν ποτέ, όταν όμως βρουν ξέρουν να ζουν μποέμικη ζωή.

Την παραμονή των Χριστουγέννων ο Σονάρ εμφανίζεται με κρασί, χρήματα, φαγητό και ξύλα για το τζάκι. Οι φίλοι αποφασίζουν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στο Καφέ Μόμους. Ο σπιτονοικοκύρης έρχεται για το νοίκι, όμως τον μεθούν και τον διώχνουν. Οι φίλοι φεύγουν και ο Ροντόλφο μένει για να γράψει ένα άρθρο. Στη πόρτα ακούγονται κτυπήματα και έρχεται η γειτόνισσα Μιμή για να ζητήσει φωτιά για να ανάψει το κερί της, όμως πριν βγει μια κρίση βήχα την καθυστερεί και αισθάνεται αδυναμία. Είναι εμφανής η ασθένεια της. Υποφέρει από φυματίωση. Όταν συνέρχεται, ψάχνουν να βρουν το κλειδί που η Μιμή έχασε. Τυχαία ο Ροντόλφο της αγγίζει το χέρι και εδώ ακούμε την άρια «Che gelida manima» (πόσο κρύο είναι αυτό το χεράκι). Η Μιμή τραγουδά «Si mio chiamano Mimi» (Ναι, με φωνάζουν Μιμή) ενώ η ορχήστρα την συνοδεύει κατά τρόπο που να υπογραμμίσει την ανασφάλεια που νοιώθει. Οι δύο νέοι αντιλαμβάνονται ότι είναι ερωτευμένοι. Ο Ροντόλφο τραγουδά «O soave fanciula» (εσύ γλυκό κορίτσι).

Β’ Πράξη
Στο Καρτιέ Λατέν του Παρισιού έχουν αρχίσει οι εορτασμοί για τα Χριστούγεννα. Οι φίλοι κάνουν αγορές. Ξαφνικά εμφανίζεται η Μουζέττα, πρώην ερωμένη του Μαρτζέλο με ένα ηλικιωμένο κύριο, τον Αλτζιντόρο. Προσπαθεί να ξανασμίξει με τον Μαρτζέλο και τραγουδά την άρια «Quando men vo» (όταν μόνη μου το δρόμο διαβαίνω). Με κάποια δικαιολογία απομακρύνει τον Αλτζιντόρο και ενημερώνει το σερβιτόρο ότι αυτός θα πληρώσει το λογαριασμό.

Γ’ Πράξη:
Δύο μήνες αργότερα η Μιμή εμφανίζεται μπροστά στον Μαρτζέλο και του λέει ότι ο Ροντόλφο την αποφεύγει και η ζήλεια τον οδηγεί στην απελπισία. Όταν ο Ροντόλφο εμφανίζεται εκείνη κρύβεται και ακούει ότι ο Ροντόλφο ανησυχούσε για την υγεία της. Είναι βαριά άρρωστη, η κατάσταση της χειροτερεύει στη σοφίτα και εκείνος δεν μπορεί να την βοηθήσει: «Mimi e tanto malata» (η Μιμή είναι τόσο άρρωστη). Η Μιμή πέφτει στην αγκαλιά του Ροντόλφο και οι δύο αποχαιρετίζονται. Η ευτυχία του ζευγαριού μεταμορφώνεται σε απελπισία. Η Μιμή τραγουδά: «Donte lieta usci del tuo grido» (Εκεί που χαρούμενα τριγύριζα, σαν ακολούθησα το κάλεσμα της αγάπης σου). Η Μουζέτα καυγαδίζει με το Μαρτζέλο και χωρίζουν.

Δ’ Πράξη:
Ξεκινά με το θέμα των Μποέμ. Ο Ροντόλφο και ο Μαρτζέλο έχουν επιστρέψει στη σοφίτα. Ο Ροντόλφο θρηνεί το χαμένο του έρωτα: «O Mimi, tu piu non torni» (Μιμή δεν θα ξαναγυρίσεις ποτέ) με ωραία υπόκρουση από τα έγχορδα. Οι φίλοι μπαίνουν στο διαμέρισμα με ψωμί και ρέγκα και τρώνε κεφάτοι. Ξαφνικά εμφανίζεται η Μουζέττα με την Μιμή που είναι ετοιμοθάνατη. Τη βάζουν στο κρεβάτι και οι φίλοι φεύγουν για να της φέρουν γιατρό. Η Μιμή ρωτά: «Sono andanti? Fingero di dormire» (Έφυγαν; Προσποιούμουν ότι κοιμόμουν). Οι δύο τους αναπολούν την πρώτη τους συνάντηση. Eπιστρέφουν και οι άλλοι και βλέποντας τη Μιμή να κοιμάται, διαπιστώνουν ότι έχει πεθάνει. Ο Ροντόλφο ξεσπά σε κλάματα. Έχασε για πάντα ένα άγγελο. Ο θάνατος της επισφραγίζεται με ένα μοιραίο τελικό ακόρντο. Είναι ένα από τα πιο συγκινητικά φινάλε στην ιστορία της όπερας. Ο πρώτος που έκλαψε ήταν ο Πουτσίνι όταν έπαιζε την τελευταία σκηνή στους φίλους του.

Πρόσθετα προς τα πιο πάνω που φιλοξένησε η έγκριτη εφημερίδα «ο Φιλελεύθερος, ενδιαφέρουσες είναι και οι ακόλουθες πληροφορίες, που, λόγω περιορισμένου χώρου δεν προωθήθηκαν προς την εφημερίδα:

Στην Όπερα αυτή, ο συνθέτης ταυτίζει μοτίβα με πρόσωπα π.χ. Ακούγονται οι τέσσερεις πρώτες νότες της όπερας κάθε φορά που οι τέσσερεις φίλοι βρίσκονται μαζί. Ο Κολίν χαρακτηρίζεται από τον ήχο των πνευστών. Ο Σονάρ έχει ένα στακάτο θέμα. Ο Ροντόλφο ένα μοτίβο ποιητικό, αλλά γεμάτο πάθος.

Ο Πουτσίνι μόλις άρχισε να δουλεύει την Όπερα πληροφορήθηκε ότι ο Λεονκαβάλο έγραφε πάνω στο ίδιο θέμα. Αλλά η Όπερα του Πουτσίνι αγαπήθηκε πολύ και θεωρείται ως μία από τις πιο αγαπημένες όπερες στο χώρο του Μουσικού Θεάτρου.

Σε αντίθεση προς τον πλούσιο κόσμο της φαντασίας, η Λα Μποέμ εντάσσεται, στην Ιστορία της Μουσικής, στα πλαίσια του Βερισμού. Εδώ, αναδεικνύεται η απλή, αληθινή ζωή. Ενώ στη λογοτεχνία αναφερόμαστε στο Νατουραλισμό (Ζολά) στη μουσική κάνουμε λόγο για Βερισμό. Στις όπερες του Βερισμού περιλαμβάνονται οι Τραβιάτα του Βέρντι, Κάρμεν του Μπιζέ, Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, Παλιάτσοι του Λεονκαβάλλο, Μαντάμ Μπάτερφλαϊ και Τόσκα του Πουτσίνι κ.ά. Όσον αφορά στον Πουτσίνι, στη Λα Μποέμ, οι πρωταγωνιστές του είναι νέοι διανοούμενοι που ζουν φτωχικά και απολαμβάνουν τις απλές χαρές της ζωής.

Μετά την πρεμιέρα της Λα Μποέμ, ένας κριτικός ισχυρίστηκε ότι θα ξεχνιόταν σύντομα. Διαψεύστηκε όμως από τις πολλές παραστάσεις που ανεβαίνουν στη σκηνή κάθε σεζόν.

Αξέχαστοι ερμηνευτές αυτής της Όπερας ήταν ο Λουτσιάνο Παβαρότι με την Μιρέλλα Φρέτι (Μιλάνο, Βιέννη, Σάλτσμπουργκ, όπως επίσης Μόσχα και Σαν Φρανσίσκο, με μουσική διεύθυνση από τον Χέρπερτ φον Κάραγιαν) ο Χοσέ Καρέρας στο Κόβεντ Γκάρντεν με την Κάτια Ριτσιαρέλλι, Αλφρέντο Κράους με τη Ρενάτα Σκόττο και ο Γιούσι με την Βικτώρια ντε λος Άντζελες.

Λίτσα Κουταλάρη – Ιωάννου

Πιανίστα, Διευθύντρια, Ευρωπαϊκού Ωδείου Κύπρου

Φεβρουάριος, 2018